- ἐπιμιγάς
- ἐπιμιγά̱ς , ἐπιμιγήintermixturefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμιγάς — ο, η (για ζώο) αυτό που προέρχεται από μιγάδες γονείς, από αναπαραγωγείς που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές … Dictionary of Greek
συμμιγάς — άδος, η, Ν ζώο που προέρχεται από γονείς μιγάδες, επιμιγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μιγάς «ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση γονέων οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές τού ίδιου είδους» (< μίγνυμι)] … Dictionary of Greek